- ασχημαίνω
- και ασκημαίνω1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω2. γίνομαι άσχημος3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασχημαίνω — ασχημαίνω, ασχήμυνα βλ. πίν. 47 Σημειώσεις: ασχημαίνω – ασχημίζω : το ασχημίζω έχει κυρίως ενεργητική αξία (→ κάνω κάτι ή κάποιον άσχημο), ενώ το ασχημαίνω σημαίνει και → κάνω άσχημο και → γίνομαι ή φαίνομαι άσχημος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασχημαίνω — βλ. ασκημαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασχημίζω — ασχημίζω, ασχήμισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ασχημαίνω – ασχημίζω : το ασχημίζω έχει κυρίως ενεργητική αξία (→ κάνω κάτι ή κάποιον άσχημο), ενώ το ασχημαίνω σημαίνει και → κάνω άσχημο και → γίνομαι ή φαίνομαι άσχημος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασκημαίνω — και ασχημαίνω 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. χειροτερεύω … Dictionary of Greek
ασχημίζω — και ασκημίζω (Μ ασχημίζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άσχημο, δύσμορφο, ασχημαίνω 2. γίνομαι άσχημος 3. υποβιβάζω ηθικά … Dictionary of Greek
μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή … Dictionary of Greek
ασκημίζω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασκημαίνω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαλώ — και χαλάω και χαλνώ και χαλνάω χάλασα, χαλάστηκα, χαλασμένος 1. προξενώ ζημιά, καταστρέφω: Το χάλασες το παιχνιδάκι του παιδιού. 2. ματαιώνω, κάνω χαλάστρα: Τους τα χάλασε τα σχέδια η αστυνομία. 3. κατεδαφίζω: Θα το χαλάσωτο παλιό σπίτι για να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)